Έργο των Ν. Χατζημιχάλη και Heide Χατζημιχάλη – Schwartz από τα μέσα της δεκαετίας του 70, το ξενοδοχείο είναι κατασκευασμένο στα πρότυπα των Ξενία της εποχής και σε περίοπτη θέση, επί του παραλιακού δρόμου του νέου λιμανιού ενός από τα πιο πολυσύχναστα ελληνικά νησιά.
Η πρόσφατη ανακαίνιση υπογραμμίζει τον εκσυγχρονισμό του ξενοδοχείου, συμβάλλοντας στην ανάκτηση της σημαντικής θέσης που είχε κάποτε για τον τουρισμό του νησιού. Οι πολλαπλές μετατροπές που είχε υποστεί το συγκρότημα στα 43 χρόνια της λειτουργίας του, είχαν αλλοιώσει σημαντικά την αρχιτεκτονική του. Στόχος της αρχιτεκτονικής μελέτης ήταν η επαναφορά της αρχικής και διαχρονικής ταυτότητας του κτιρίου, αναδεικνύοντας την αρχιτεκτονική του και ενσωματώνοντας νέα στοιχεία, τα οποία ζητήθηκαν από τους ξενοδόχους.
Βασικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του κτιρίου είναι τα μεταλλικά στοιχεία των όψεων, τα οποία καταλήγουν στην πέργκολα του δώματος. Με γνώμονα την αισθητική και ενεργειακή αναβάθμιση του χώρου και με έμφαση στην κομψότητα και τη λειτουργικότητα, η υπάρχουσα πέργκολα αντικαταστάθηκε με τη βιοκλιματική πέργκολα Santorini PG160P, μια στιβαρή λύση με minimal σχεδιασμό, που προσφέρει αποτελεσματική προστασία των θαμώνων του Roof Garden από κάθε καιρικό φαινόμενο μέσω του αυτόματου μηχανισμού περιστροφής των περσίδων που δημιουργεί ένα μοναδικό μικροκλίμα. Σε όλο το ύψος της κατασκευής και στην απόληξή της στην πέργκολα τοποθετήθηκε γραμμικός φωτισμός που αναδεικνύει την όψη του κτιρίου, ενώ τα νέα κιγκλιδώματα και τα ξύλινα διαχωριστικά των δωματίων διακρίνονται επίσης από μεταλλικά στοιχεία.
Στην πτέρυγα των κοινόχρηστων χώρων του ξενοδοχείου, εξωτερικά έγιναν μόνο σημειακές παρεμβάσεις, με βασικότερη την ανάπλαση του εξωτερικού χώρου της κύριας εισόδου, για την ένταξη ράμπας ΑμεΑ και την ανάδειξή του. Στο φόντο της εισόδου, τοποθετήθηκε διαχωριστικό προς τον χώρο της πισίνας, από κατακόρυφες ξύλινες διατομές.
Οι όψεις των κτιρίων του ξενοδοχειακού συγκροτήματος, χρωματίστηκαν σε δύο βασικές γήινες αποχρώσεις, κεραμιδί και γκρι, εμπνευσμένες από μία παλιά καρτ ποστάλ του 1978, ενώ τα μεταλλικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και των κουφωμάτων, σε σκούρο γκρι.
Οι ανάγκες της reception σε χώρο, είναι πλέον περιορισμένες και το κεντρικό της έπιπλο ορίζεται από το μονολιθικό front desk. Στο φόντο και την οροφή της υποδοχής συνεχίζεται το cotto του δαπέδου, δίνοντας την αίσθηση του αιωρούμενου front desk. Οι φατνωματικές οροφές των κοινόχρηστων χώρων, αποκαθίστανται και χρησιμοποιούνται για τον φωτισμό των χώρων. Με άξονα την είσοδο, αλλάζει η θέση του διαδρόμου κίνησης, δημιουργώντας επιπλέον καθιστικά και ένα νέο άνοιγμα στο τέλος της διαδρομής, συνδέοντας τον χώρο με τον κοινόχρηστο κήπο των λοιπών δωματίων. Στο σημείο αυτό, το υπάρχον μπαρ αναδιαμορφώθηκε και επεκτάθηκε προς την πλαϊνή αυλή, ως ένα ενιαίο στοιχείο σε συνδυασμό με μία πέργκολα.